καλλιαστραγαλος

καλλιαστραγαλος
    καλλιαστράγαλος
    καλλι-αστράγᾰλος
    2
    имеющий красивые лодыжки
    

(ὅ Ἰνδικὸς ὄνος Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καλλιαστραγαλος" в других словарях:

  • καλλιαστράγαλος — καλλιαστράγαλος, ον (Α) αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + αστράγαλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιαστράγαλον — καλλιαστράγαλος with fine ankle masc/fem acc sg καλλιαστράγαλος with fine ankle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»